μόλα! — (λ. ιταλ.), βλ. μολάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τίρα μόλα — Ν ναυτ. πρόσταγμα κατά τους χειρισμούς τής ιστιοφορίας, που σημαίνει μεταβολή τού πετάσματος τών ιστίων κατά τις αναστροφές και τις υποστροφές τού ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. tira emolla] … Dictionary of Greek
μολάρω — (λ. ιταλ.), μόλαρα, προστ. μόλαρε και μόλα, λύνω, αφήνω: Μόλα το παλαμάρι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγια — παρακελευσματικό επιφώνημα συνήθως στη φράση «έγια μόλα, έγια λέσα», στη διάρκεια ρυθμικής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. eϊa < αρχ. ελλ. εία, + ιταλ. molla, προστακτική τού mollare «χαλαρώνω (το σχοινί)»] … Dictionary of Greek
αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
τιραμολάρω — Ν [τίρα μόλα] ναυτ. μεταβάλλω την ιστιοφορία κατά τη στροφή τού πλοίου … Dictionary of Greek
ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μολίδες — (molidae). Οικογένεια ψαριών. Κυριότερος εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος μόλα ή ορθαγορίσκος. Το είδος αυτό, που είναι περισσότερο γνωστό ως φεγγαρόψαρο και ηλιόψαρο είναι η μύλη των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για μεγάλο ψάρι των θερμών … Dictionary of Greek